ακοσμία

ακοσμία
Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Φίχτε τον 19ο αι. Ο Χέγκελ χρησιμοποίησε τον όρο αλλά με διαφορετική σημασία. Ο αθεϊσμός, γράφει, είναι α., γιατί η πραγματική ουσία του σύμπαντος είναι ο θεός, ενώ ο κόσμος είναι τυχαίο φαινόμενο.
* * *
η (Α ἀκοσμία)
απρεπής συμπεριφορά ή πράξη, απρέπεια, παρεκτροπή, ασχημοσύνη
«ακοσμία τού πλήθους»
αρχ.
1. αταξία, ακαταστασία
2. υπερβολική χρήση, υπερβολή
3. η περίοδος, κατά τήν οποία δεν υπήρχαν κόσμοι (=άρχοντες) στις πόλεις τής Κρήτης
μσν.
η έλλειψη στολισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκοσμος
η λ. ακοσμία ως νεώτερος φιλοσοφικός όρος αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού ελληνογενούς νεολατιν. όρου Akosmismus < α- στερητ. + κόσμος, ο οποίος πλάστηκε από τους Γερμανούς Φίχτε και Χέγκελ
ο όρος αποδόθηκε επίσης και ως ακοσμισμός από τον καθηγητή τής Φιλοσοφίας Νικόλ. Κοτζιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκοσμία — ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc/acc dual ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίᾳ — ἀκοσμίαι , ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοσμία — η 1. αταξία: Στη συγκέντρωση επικρατούσε ακοσμία. 2. απρέπεια, ασχημοσύνη: Αυτά που έγιναν ήταν ακοσμίες. 3. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος είναι ανύπαρκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοσμίας — ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem acc pl ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίαι — ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίαν — ἀκοσμίᾱν , ἀκοσμία disorder fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίαις — ἀκοσμία disorder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίη — ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμίης — ἀκοσμία disorder fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безлѣпотьство — БЕЗЛѢПОТЬСТВ|О (1*), А с. Безобразие: Отътолѣ ст҃а˫а но(щ) и нынѣшнѩ˫а жизни... и красу первое безлѣпо(т)ство приемлеть. (ἡ... ἀκοσμία) ГБ XIV, 63б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”